καλαμπουρίζω

καλαμπουρίζω
[καλαμπούρι]
λογοπαικτώ, παίζω με τις λέξεις, λέγω καλαμπούρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλαμπουρίζω — καλαμπουρίζω, καλαμπούρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλαμπουρίζω — καλαμπούρισα, λέω καλαμπούρια: Σταμάτα να καλαμπουρίζεις συνέχεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλαμπουριστής — και καλαμπουρτζής, ο, θηλ. καλαμπουρίστρια και καλαμπουρτζού [καλαμπουρίζω] αυτός που λέει ή κάνει καλαμπούρια, που συνηθίζει να κάνει λογοπαίγνια, όταν συζητά …   Dictionary of Greek

  • λογοπαικτώ — κάνω λογοπαίγνια, καλαμπουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοπαίκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”